- καταψύχω
- καταψύχω, κατέψυξα (σπάν. κατάψυξα) βλ. πίν. 31
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καταψύχω — κατάψυχος opacus masc/fem/neut nom/voc/acc dual κατάψυχος opacus masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) καταψύ̱χω , καταψύχω cool pres subj act 1st sg καταψύ̱χω , καταψύχω cool pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταψύχω — (AM καταψύχω) ψύχω κάτι πολύ, παγώνω κάτι με έντονη ψύξη («ὕδωρ καταψύχει τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν», Αριστοτ.) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεψυγμένος, η, ο α) αυτός που έχει διατηρηθεί επί μακρό χρόνο σε καλή κατάσταση με τη μέθοδο τής… … Dictionary of Greek
καταψύχω — υξα, ύχτηκα, καταψυγμένος, η, ο και κατεψυγμένος, η, ο, παγώνω κάτι σε μεγάλο βαθμό: Αγόρασε κατεψυγμένα ψάρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταψυχέντα — καταψύχω cool aor part pass neut nom/voc/acc pl καταψύχω cool aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταψῦχον — καταψύχω cool pres part act masc voc sg καταψύχω cool pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέψυχεν — καταψύχω cool aor ind pass 3rd pl (epic) κατέψῡχεν , καταψύχω cool imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγυψώ — καταψυχῶ, όω (Α) επαλείφω με γύψο («καταγυψοῡν κεράμια», Γαλ.) … Dictionary of Greek
καταψυγεῖσαν — καταψύχω cool aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταψυγείσης — καταψύχω cool aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταψυγῆναι — καταψύχω cool aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)